- απόθλιψις
- ἀπόθλιψις, η (Α)1. το στείψιμο2. το να εκδιωχθεί κάποιος από τη θέση που κατέχει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπόθλιψις — pressing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθλίψει — ἀπόθλιψις pressing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποθλίψεϊ , ἀπόθλιψις pressing fem dat sg (epic) ἀπόθλιψις pressing fem dat sg (attic ionic) ἀποθλί̱ψει , ἀποθλίβω squeeze out aor subj act 3rd sg (epic) ἀποθλί̱ψει , ἀποθλίβω squeeze out fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθλίψεις — ἀπόθλιψις pressing fem nom/voc pl (attic epic) ἀπόθλιψις pressing fem nom/acc pl (attic) ἀποθλί̱ψεις , ἀποθλίβω squeeze out aor subj act 2nd sg (epic) ἀποθλί̱ψεις , ἀποθλίβω squeeze out fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόθλιψιν — ἀπόθλιψις pressing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθλίψεως — ἀποθλίψεω̆ς , ἀπόθλιψις pressing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθλίψῃ — ἀποθλίψηι , ἀπόθλιψις pressing fem dat sg (epic) ἀποθλί̱ψῃ , ἀποθλίβω squeeze out aor subj mid 2nd sg ἀποθλί̱ψῃ , ἀποθλίβω squeeze out aor subj act 3rd sg ἀποθλί̱ψῃ , ἀποθλίβω squeeze out fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)